κινολίνη

κινολίνη
Αζωτούχος χημική ένωση αποτελούμενη από δύο αρωματικούς δακτυλίους, με χημικό τύπο C9H7N. Αντιπροσωπεύει τη βασική χημική ομάδα διαφόρων φυσικών αλκαλοειδών. Ως συστατικό των αλκαλοειδών συναντάται και ένα ακόμη ισομερές της κ., η ισοκινολίνη, η οποία διαφέρει από την κ. ως προς τη θέση του ατόμου του αζώτου στους αρωματικούς δακτυλίους. Η κ. περιέχεται στη λιθανθρακόπισσα, από την οποία απομονώθηκε για πρώτη φορά το 1834, χάρη στις εργασίες του Γερμανού χημικού Φρίντλιμπ Φέρντιναντ Ρούνγκε (1795-1867), ενώ μπορεί να προέλθει και από την αποικοδόμηση των αλκαλοειδών τα οποία την περιέχουν. Επίσης, έχει παρασκευαστεί συνθετικά με διάφορες μεθόδους. Πρόκειται για άχρωμο υγρό με έντονη οσμή, διαλυτό στο νερό, κυρίως στο ζέον. Παρουσιάζει βασική συμπεριφορά και το σημείο βρασμού της είναι οι 238°C. Δίνει διάφορα παράγωγα, κατ’ αναλογία με το βενζόλιο, ορισμένα από τα οποία βρίσκουν εφαρμογή στη θεραπευτική (βιοφόρμιο, λορετίνη κ.ά.). Η κ. χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική για την αντισηπτική της δράση. Αξιοσημείωτο είναι ότι η ένωση αυτή δεν έχει αντι-ελονοσιακή δράση, όπως η κινίνη, ένα από τα αλκαλοειδή που την περιέχει στο μόριό του. Παρά το γεγονός αυτό, το μεγαλύτερο μέρος των αντιπυρετικών συνθετικών φαρμάκων είναι παράγωγά της. Η κ. είναι δυνατόν να υπάρχει ως νιτρωμένο, αλογονωμένο ή σουλφονωμένο παράγωγο, ενώ το τρισθενές της άτομο του αζώτου μπορεί να αλκυλιωθεί με αλκυλαλογονίδιο και να δώσει τεταρτοταγή άλατα. Χρησιμοποιείται, τέλος, ως καταλύτης σε μεταλλουργικές διεργασίες, στη βιομηχανία βαφών, ως συντηρητικό ανατομικών δειγμάτων και ως διαλύτης ρητινών και τερπενίων. Συναντάται και με άλλες ονομασίες, όπως 1-βενζαζίνη, βενζο-β-πυριδίνη, λευκολίνη κ.ά.
* * *
η
χημ. οργανική δικυκλική και αρωματική χημική ένωση που αποτελεί παράγωγο τής πυριδίνης και χρησιμοποιείται ως πρώτη ύλη για την παραγωγή άλλων οργανικών ενώσεων οι οποίες χρησιμοποιούνται στη φαρμακευτική, στην παρασκευή χρωμάτων και στη φωτογραφική.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φαινανθρολίνη — η, Ν χημ. τρικυκλική αζωτούχα οργανική ένωση που παρασκευάζεται από την ο φαινυλενο διαμίνη και η οποία χρησιμοποιείται στην αναλυτική χημεία ως δείκτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. phenanthroline < phenanthr (βλ. φαινανθρένιο) + quino line… …   Dictionary of Greek

  • φθαλαζίνη — η, Ν χημ. δικυκλική αζωτούχα αρωματική ένωση, ισομερής προς την κινολίνη, ένα άχρωμο, κρυσταλλικό στερεό που τήκεται στους 91° C και είναι αδιάλυτο στο νερό και διαλυτό στην αιθυλική αλκοόλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. phthalazine < phthal (<… …   Dictionary of Greek

  • χλωροκίνη — η, Ν (φαρμ. χημ.) δικυκλική αρωματική οργανική ένωση, μονοχλωριωμένο παράγωγο τής κινολίνης, που χρησιμοποιείται στη θεραπευτική για την καταπολέμηση τής ελονοσίας και τής αμοιβάδωσης. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. chloroquine <… …   Dictionary of Greek

  • ετεροκυκλικές ενώσεις — Ακόρεστες οργανικές ενώσεις με δομή πενταμελούς ή εξαμελούς δακτυλίου. Το χαρακτηριστικό αυτό των ενώσεων, από το οποίο και προκύπτει η ονομασία τους, είναι η παρουσία μέσα στον δακτύλιο ενός ή περισσότερων ατόμων διαφορετικών από τον άνθρακα που …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”